- εκαυσα
- ἔκαυσαaor. к καίω См. καιω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἔκαυσα — καίω kindle aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφίκαυστις — ἀμφίκαυστις, εως, η (Α) 1. ώριμο στάχυ τσουρουφλισμένο (ώστε να τρίβεται εύκολα και να βγαίνει ο ημίχλωρος καρπός), ψάνη 2. (στους Κωμ.) το αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + καῦστις «ώριμο κριθάρι», θ. τού καύστης < ἔκαυσα, αόρ. του ρ. καίω] … Dictionary of Greek
k̂ēu-2 (: k̂ǝu-, k̂ū-) — k̂ēu 2 (: k̂ǝu , k̂ū ) English meaning: to light, to burn Deutsche Übersetzung: “anzũnden, verbrennen”? Note: Only Gk. and Lith. Material: Gk. καίω (Ion.), κά̄ω (Att.) from *καF ι̯ω “zũnde an, brenne an”, Aor. Hom. ἔκηFα,… … Proto-Indo-European etymological dictionary